Σκυθίᾳ

Σκυθίᾳ
Σκυθίᾱͅ , Σκύθιος
fem dat sg (attic doric aeolic)
Σκυθίᾱͅ , Σκυθία
fem dat sg (attic doric aeolic)
Σκυθίᾱͅ , Σκυθίη
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Σκυθία — Σκυθίᾱ , Σκύθιος fem nom/voc/acc dual Σκυθίᾱ , Σκύθιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Σκυθίᾱ , Σκυθία fem nom/voc/acc dual Σκυθίᾱ , Σκυθία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Σκυθίᾱ , Σκυθίη fem nom/voc/acc dual Σκυθίᾱ , Σκυθίη fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκυθία — η, ΝΑ η χώρα τών Σκυθών, η μεταξύ τών ποταμών Δούναβη και Ντον περιοχή, στην οποία κατοικούσαν οι Σκύθες …   Dictionary of Greek

  • Σκυθίας — Σκυθίᾱς , Σκύθιος fem acc pl Σκυθίᾱς , Σκύθιος fem gen sg (attic doric aeolic) Σκυθίᾱς , Σκυθία fem acc pl Σκυθίᾱς , Σκυθία fem gen sg (attic doric aeolic) Σκυθίᾱς , Σκυθίη fem acc pl Σκυθίᾱς , Σκυθίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκυθίαι — Σκυθίᾱͅ , Σκύθιος fem dat sg (attic doric aeolic) Σκυθίᾱͅ , Σκυθία fem dat sg (attic doric aeolic) Σκυθίᾱͅ , Σκυθίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκυθίαν — Σκυθίᾱν , Σκύθιος fem acc sg (attic doric aeolic) Σκυθίᾱν , Σκυθία fem acc sg (attic doric aeolic) Σκυθίᾱν , Σκυθίη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διονύσιος ο Μικρός — (Σκυθία ; – Ρώμη 540; μ.Χ.). Εκκλησιαστικός συγγραφέας. Εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου και έδρασε, περίπου το 500. Ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του «Μικρόν» και έτσι έμεινε γνωστός (Exiguus). Ασχολήθηκε κυρίως με μεταφράσεις ελληνικών βιβλίων στη… …   Dictionary of Greek

  • σκύθης — Μυθικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ηρακλή και της Έχιδνας από τη Σκυθία. Σύμφωνα με την παράδοση αναχωρώντας ο Ηρακλής, άφησε εντολή να βασιλεύσει στη χώρα εκείνος από τους τρεις γιους του (Αγάθυρσο, Γελωνό και Σ.), ο οποίος θα κατόρθωνε να τεντώσει… …   Dictionary of Greek

  • σκυθικός — ή, ό / σκυθικός, ή, όν, ΝΑ [Σκύθης / Σκυθία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σκύθες ή στη Σκυθία («σκυθικός πολιτισμός») νεοελλ. φρ. α) «σκυθική τέχνη» αρχαιολ. τα αντικείμενα, κυρίως κοσμήματα και διακοσμητικά στοιχεία σκηνών, κάρων και… …   Dictionary of Greek

  • Ολβία — Όνομα διάφορων αρχαίων πόλεων, από τις οποίες σημαντικότερη ήταν εκείνη στον Εύξεινο Πόντο. 1. Αποικία των Μιλησίων στην ευρωπαϊκή Σκυθία. Ιδρύθηκε το 646 645 π.Χ. στη βορειοδυτική ακτή του Εύξεινου Πόντου, κοντά στις εκβολές του Δνείπερου, και… …   Dictionary of Greek

  • Σκύθες — Αρχαίος λαός που κατοικούσε στη νότια Ρωσία και τον οποίο γνωρίζουμε από τις πληροφορίες που δίνει ο Ηρόδοτος στο 4o βιβλίο του, καθώς και από τα αρχαιολογικά ευρήματα σε μια μεγάλη περιοχή, που εκτείνεται από τις ακτές της Μαύρης θάλασσας ως την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”